-
1 интернационализм
интернационализм м о δι εθνισμός; пролетарский \интернационализм о προλεταριακός διεθνισμός* * *мο διεθνισμόςпролета́рский интернационали́зм — ο προλεταριακός διεθνισμός
-
2 интернационализм
интернационал||и́змм ὁ διεθνισμός:пролетарский \интернационализм ὁ προλεταριακός διεθνισμός. -
3 пролетарский
пролета́р||скийприл προλεταριακός:\пролетарскийский интернационализм ὁ προλεταριακός διεθνισμός. -
4 интернационализм
-а α.διεθνισμός•пролетарский интернационализм προλεταριακός διεθνισμός.
-
5 пролетарский
επ.εργατικός, προλεταριακός•, пролетарский интернационализм προλεταριακός διεθνισμός•-ая солидарность εργατική αλληλεγγύη.
См. также в других словарях:
μπολσεβικισμός — Θεωρία και διδασκαλία της πλειοψηφίας της αριστερής πτέρυγας του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο μ. πήρε την υλική του υπόσταση στο προλεταριακό κόμμα νέου τύπου, που ίδρυσε ο B.I. Λένιν. Ουσιαστικά άρχισε να διαμορφώνεται το 1903, τότε… … Dictionary of Greek
προλεταριάτο — Στην αρχαία Ρώμη προλετάριοι (proletari) ονομάζονταν εκείνοι που δεν είχαν άλλη περιουσία και άλλη συμβολή προς την πολιτεία εκτός από τους απογόνους τους (proles). Οι προλετάριοι αποτελούσαν την τελευταία κοινωνική τάξη, κάτω από τις 5 τάξεις… … Dictionary of Greek